Definify.com
Definition 2024
άδειος
άδειος
Greek
Alternative forms
- αδειανός (adeianós)
Adjective
άδειος • (ádeios) m (feminine άδεια, neuter άδειο)
- empty
- Το κουτί είναι άδειο. ― To koutí eínai ádeio. ― The box is empty.
Declension
positive forms of άδειος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άδειος | άδεια | άδειο | άδειοι | άδειες | άδεια |
genitive | άδειου | άδειας | άδειου | άδειων | άδειων | άδειων |
accusative | άδειο | άδεια | άδειο | άδειους | άδειες | άδεια |
vocative | άδειε | άδεια | άδειο | άδειοι | άδειες | άδεια |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άδειος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άδειος, etc.) |
Synonyms
- κενός (kenós)
See also
- κουφιοκέφαλος (koufiokéfalos, “empty-headed”)
Related terms
- see: αδειάζω (adeiázo, “to empty, to clear out”)