Definify.com
Definition 2024
άμεσος
άμεσος
See also: αμέσως
Greek
Adjective
άμεσος • (ámesos) m (feminine άμεση, neuter άμεσο)
- direct, without intermediary
- immediate, without delay, swift
Declension
positive forms of άμεσος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άμεσος | άμεση | άμεσο | άμεσοι | άμεσες | άμεσα |
genitive | άμεσου | άμεσης | άμεσου | άμεσων | άμεσων | άμεσων |
accusative | άμεσο | άμεση | άμεσο | άμεσους | άμεσες | άμεσα |
vocative | άμεσε | άμεση | άμεσο | άμεσοι | άμεσες | άμεσα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άμεσος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άμεσος, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμεσότερος | αμεσότερη | αμεσότερο | αμεσότεροι | αμεσότερες | αμεσότερα |
genitive | αμεσότερου | αμεσότερης | αμεσότερου | αμεσότερων | αμεσότερων | αμεσότερων |
accusative | αμεσότερο | αμεσότερη | αμεσότερο | αμεσότερους | αμεσότερες | αμεσότερα |
vocative | αμεσότερε | αμεσότερη | αμεσότερο | αμεσότεροι | αμεσότερες | αμεσότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αμεσότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμεσότατος | αμεσότατη | αμεσότατο | αμεσότατοι | αμεσότατες | αμεσότατα |
genitive | αμεσότατου | αμεσότατης | αμεσότατου | αμεσότατων | αμεσότατων | αμεσότατων |
accusative | αμεσότατο | αμεσότατη | αμεσότατο | αμεσότατους | αμεσότατες | αμεσότατα |
vocative | αμεσότατε | αμεσότατη | αμεσότατο | αμεσότατοι | αμεσότατες | αμεσότατα |
Related terms
- αμέσως (amésos, “immediately, right away!”)
See also
- ακαριαίος (akariaíos, “instantaneous”)