Definify.com
Definition 2024
άνυδρος
άνυδρος
Greek
Adjective
άνυδρος • (ánydros) m (feminine άνυδρη, neuter άνυδρο)
Declension
positive forms of άνυδρος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άνυδρος | άνυδρη | άνυδρο | άνυδροι | άνυδρες | άνυδρα |
genitive | άνυδρου | άνυδρης | άνυδρου | άνυδρων | άνυδρων | άνυδρων |
accusative | άνυδρο | άνυδρη | άνυδρο | άνυδρους | άνυδρες | άνυδρα |
vocative | άνυδρε | άνυδρη | άνυδρο | άνυδροι | άνυδρες | άνυδρα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άνυδρος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άνυδρος, etc.) |