Definify.com
Definition 2024
άσπρος
άσπρος
Greek
Adjective
άσπρος • (áspros) m (feminine άσπρη, neuter άσπρο)
Declension
positive forms of άσπρος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άσπρος | άσπρη | άσπρο | άσπροι | άσπρες | άσπρα |
genitive | άσπρου | άσπρης | άσπρου | άσπρων | άσπρων | άσπρων |
accusative | άσπρο | άσπρη | άσπρο | άσπρους | άσπρες | άσπρα |
vocative | άσπρε | άσπρη | άσπρο | άσπροι | άσπρες | άσπρα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άσπρος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άσπρος, etc.) |
Synonyms
- λευκός (lefkós)
Related terms
- see: άσπρο n (áspro, “white”)