Definify.com
Definition 2024
άσχημος
άσχημος
Greek
Alternative forms
- άσκημος (áskimos)
Adjective
άσχημος • (áschimos) m (feminine άσχημη, neuter άσχημο)
- ugly
- μια άσχημη εικόνα (a bad image)
- bad
- άσχημος καιρός (bad weather)
- nasty
- ένα άσχημο ατύχημα (a nasty accident)
- unseemly
Declension
positive forms of άσχημος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άσχημος | άσχημη | άσχημο | άσχημοι | άσχημες | άσχημα |
genitive | άσχημου | άσχημης | άσχημου | άσχημων | άσχημων | άσχημων |
accusative | άσχημο | άσχημη | άσχημο | άσχημους | άσχημες | άσχημα |
vocative | άσχημε | άσχημη | άσχημο | άσχημοι | άσχημες | άσχημα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άσχημος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άσχημος, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασχημότερος | ασχημότερη | ασχημότερο | ασχημότεροι | ασχημότερες | ασχημότερα |
genitive | ασχημότερου | ασχημότερης | ασχημότερου | ασχημότερων | ασχημότερων | ασχημότερων |
accusative | ασχημότερο | ασχημότερη | ασχημότερο | ασχημότερους | ασχημότερες | ασχημότερα |
vocative | ασχημότερε | ασχημότερη | ασχημότερο | ασχημότεροι | ασχημότερες | ασχημότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ασχημότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασχημότατος | ασχημότατη | ασχημότατο | ασχημότατοι | ασχημότατες | ασχημότατα |
genitive | ασχημότατου | ασχημότατης | ασχημότατου | ασχημότατων | ασχημότατων | ασχημότατων |
accusative | ασχημότατο | ασχημότατη | ασχημότατο | ασχημότατους | ασχημότατες | ασχημότατα |
vocative | ασχημότατε | ασχημότατη | ασχημότατο | ασχημότατοι | ασχημότατες | ασχημότατα |
Related terms
- άσχημα (áschima)
- ασχημαίνω (aschimaíno)
- ασχήμια (aschímia)
- ασχημία (aschimía)
- ασχημίζω (aschimízo)
- ασχημονώ (aschimonó)
- ασχημοσύνη (aschimosýni)
- κακάσχημος (kakáschimos)