Definify.com

Definition 2024


άσχημος

άσχημος

Greek

Alternative forms

  • άσκημος (áskimos)

Adjective

άσχημος (áschimos) m (feminine άσχημη, neuter άσχημο)

  1. ugly
    μια άσχημη εικόνα   (a bad image)
  2. bad
    άσχημος καιρός   (bad weather)
  3. nasty
    ένα άσχημο ατύχημα   (a nasty accident)
  4. unseemly

Declension

Related terms

  • άσχημα (áschima)
  • ασχημαίνω (aschimaíno)
  • ασχήμια (aschímia)
  • ασχημία (aschimía)
  • ασχημίζω (aschimízo)
  • ασχημονώ (aschimonó)
  • ασχημοσύνη (aschimosýni)
  • κακάσχημος (kakáschimos)