Definify.com
Definition 2024
άτακτος
άτακτος
Greek
Alternative forms
- άταχτος (átachtos)
Adjective
άτακτος • (átaktos) m (feminine άτακτη, neuter άτακτο)
- cheeky, mischievous, naughty
- naughty, bad, unruly
- (military) irregular (of soldier or military unit)
Declension
positive forms of άτακτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άτακτος | άτακτη | άτακτο | άτακτοι | άτακτες | άτακτα |
genitive | άτακτου | άτακτης | άτακτου | άτακτων | άτακτων | άτακτων |
accusative | άτακτο | άτακτη | άτακτο | άτακτους | άτακτες | άτακτα |
vocative | άτακτε | άτακτη | άτακτο | άτακτοι | άτακτες | άτακτα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άτακτος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άτακτος, etc.) |