Definify.com
Definition 2024
έκτακτος
έκτακτος
Greek
Adjective
έκτακτος • (éktaktos) m (feminine έκτακτη, neuter έκτακτο)
- extraordinary, emergency
- temporary, emergency
- (figuratively) wonderful, marvellous
Declension
positive forms of έκτακτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | έκτακτος | έκτακτη | έκτακτο | έκτακτοι | έκτακτες | έκτακτα |
genitive | έκτακτου | έκτακτης | έκτακτου | έκτακτων | έκτακτων | έκτακτων |
accusative | έκτακτο | έκτακτη | έκτακτο | έκτακτους | έκτακτες | έκτακτα |
vocative | έκτακτε | έκτακτη | έκτακτο | έκτακτοι | έκτακτες | έκτακτα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο έκτακτος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο έκτακτος, etc.) |