Definify.com
Definition 2024
ήσυχος
ήσυχος
Greek
Adjective
ήσυχος • (ísychos) m (feminine ήσυχη, neuter ήσυχο)
Declension
positive forms of ήσυχος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ήσυχος | ήσυχη | ήσυχο | ήσυχοι | ήσυχες | ήσυχα |
genitive | ήσυχου | ήσυχης | ήσυχου | ήσυχων | ήσυχων | ήσυχων |
accusative | ήσυχο | ήσυχη | ήσυχο | ήσυχους | ήσυχες | ήσυχα |
vocative | ήσυχε | ήσυχη | ήσυχο | ήσυχοι | ήσυχες | ήσυχα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ήσυχος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ήσυχος, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ησυχότεροος | ησυχότεροη | ησυχότεροο | ησυχότεροοι | ησυχότεροες | ησυχότεροα |
genitive | ησυχότεροου | ησυχότεροης | ησυχότεροου | ησυχότεροων | ησυχότεροων | ησυχότεροων |
accusative | ησυχότεροο | ησυχότεροη | ησυχότεροο | ησυχότεροους | ησυχότεροες | ησυχότεροα |
vocative | ησυχότεροε | ησυχότεροη | ησυχότεροο | ησυχότεροοι | ησυχότεροες | ησυχότεροα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ησυχότεροος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ησυχότατος | ησυχότατη | ησυχότατο | ησυχότατοι | ησυχότατες | ησυχότατα |
genitive | ησυχότατου | ησυχότατης | ησυχότατου | ησυχότατων | ησυχότατων | ησυχότατων |
accusative | ησυχότατο | ησυχότατη | ησυχότατο | ησυχότατους | ησυχότατες | ησυχότατα |
vocative | ησυχότατε | ησυχότατη | ησυχότατο | ησυχότατοι | ησυχότατες | ησυχότατα |