Definify.com
Definition 2024
αγαλλίαση
αγαλλίαση
Greek
Noun
αγαλλίαση • (agallíasi) f (uncountable)
Declension
Declension of αγαλλίαση (agallíasi)
singular | |
---|---|
nominative | αγαλλίαση |
genitive | αγαλλίασης / αγαλλιάσεως |
accusative | αγαλλίαση |
vocative | αγαλλίαση |
Related terms
- αγαλλιάζω (agalliázo, “to rejoice”)