Definify.com
Definition 2024
αγαλλιάζω
αγαλλιάζω
Greek
Verb
αγαλλιάζω • (agalliázo) (simple past αγαλλίασα, passive form αγάλλομαι)
Conjugation
αγαλλιάζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αγαλλιάζω | αγαλλίαζα | θα αγαλλιάζω | να αγαλλιάζω | |
2s | αγαλλιάζεις | αγαλλίαζες | θα αγαλλιάζεις | να αγαλλιάζεις | αγαλλίαζε |
3s | αγαλλιάζει | αγαλλίαζε | θα αγαλλιάζει | να αγαλλιάζει | |
1p | αγαλλιάζουμε, αγαλλιάζομε | αγαλλιάζαμε | θα αγαλλιάζουμε, αγαλλιάζομε | να αγαλλιάζουμε, αγαλλιάζομε | |
2p | αγαλλιάζετε | αγαλλιάζατε | θα αγαλλιάζετε | να αγαλλιάζετε | αγαλλιάζετε |
3p | αγαλλιάζουν, αγαλλιάζουνε | αγαλλίαζαν, αγαλλιάζαν, αγαλλιάζανε | θα αγαλλιάζουν, αγαλλιάζουνε | να αγαλλιάζουν, αγαλλιάζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αγαλλιάσω | αγαλλίασα | θα αγαλλιάσω | να αγαλλιάσω | |
2s | αγαλλιάσεις | αγαλλίασες | θα αγαλλιάσεις | να αγαλλιάσεις | αγαλλίασε |
3s | αγαλλιάσει | αγαλλίασε | θα αγαλλιάσει | να αγαλλιάσει | |
1p | αγαλλιάσουμε, αγαλλιάσομε | αγαλλιάσαμε | θα αγαλλιάσουμε, αγαλλιάσομε | να αγαλλιάσουμε, αγαλλιάσομε | |
2p | αγαλλιάσετε | αγαλλιάσατε | θα αγαλλιάσετε | να αγαλλιάσετε | αγαλλιάστε |
3p | αγαλλιάσουν, αγαλλιάσουνε | αγαλλίασαν, αγαλλιάσαν, αγαλλιάσανε | θα αγαλλιάσουν, αγαλλιάσουνε | να αγαλλιάσουν, αγαλλιάσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αγαλλιάσει | είχα αγαλλιάσει | θα έχω αγαλλιάσει | να έχω αγαλλιάσει | |
2s | έχεις αγαλλιάσει | είχες αγαλλιάσει | θα έχεις αγαλλιάσει | να έχεις αγαλλιάσει | έχε αγαλλιασμένο |
3s | έχει αγαλλιάσει | είχε αγαλλιάσει | θα έχει αγαλλιάσει | να έχει αγαλλιάσει | |
1p | έχουμε αγαλλιάσει | είχαμε αγαλλιάσει | θα έχουμε αγαλλιάσει | να έχουμε αγαλλιάσει | |
2p | έχετε αγαλλιάσει | είχατε αγαλλιάσει | θα έχετε αγαλλιάσει | να έχετε αγαλλιάσει | έχετε αγαλλιασμένο |
3p | έχουν αγαλλιάσει | είχαν αγαλλιάσει | θα έχουν αγαλλιάσει | να έχουν αγαλλιάσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αγαλλιασμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αγαλλιασμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αγαλλιασμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αγαλλιασμένο | ||||
Participle: | αγαλλιάζοντας | Non-finite ‡ | αγαλλιάσει | 23, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Synonyms
- αγαλλιώ (agallió)
- αναγαλλιάζω (anagalliázo)
Related terms
- αγαλλίαση f (agallíasi, “joy”)