Definify.com
Definition 2025
αγανακτώ
αγανακτώ
Greek
Alternative forms
- αγαναχτώ (aganachtó)
Verb
αγανακτώ • (aganaktó) (simple past αγανάκτησα or αγανάχτησα)
Conjugation
αγανακτώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αγανακτώ (αγαναχτώ→ ) | αγανακτούσα | θα αγανακτώ | να αγανακτώ | |
2s | αγανακτείς | αγανακτούσες | θα αγανακτείς | να αγανακτείς | — |
3s | αγανακτεί | αγανακτούσε | θα αγανακτεί | να αγανακτεί | |
1p | αγανακτούμε | αγανακτούσαμε | θα αγανακτούμε | να αγανακτούμε | |
2p | αγανακτείτε | αγανακτούσατε | θα αγανακτείτε | να αγανακτείτε | αγανακτείτε |
3p | αγανακτούν, αγανακτούνε | αγανακτούσαν, αγανακτούσανε | θα αγανακτούν, θα αγανακτούνε | να αγανακτούν, να αγανακτούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αγανακτήσω | αγανάκτησα | θα αγανακτήσω | να αγανακτήσω | |
2s | αγανακτήσεις | αγανάκτησες | θα αγανακτήσεις | να αγανακτήσεις | αγανάκτησε |
3s | αγανακτήσει | αγανάκτησε | θα αγανακτήσει | να αγανακτήσει | |
1p | αγανακτήσουμε, αγανακτήσομε | αγανακτήσαμε | θα αγανακτήσουμε, θα αγανακτήσομε | να αγανακτήσουμε, να αγανακτήσομε | |
2p | αγανακτήσετε | αγανακτήσατε | θα αγανακτήσετε | να αγανακτήσετε | αγανακτήστε, αγανακτήσετε |
3p | αγανακτήσουν, αγανακτήσουνε | αγανάκτησαν, αγανακτήσαν, αγανακτήσανε | θα αγανακτήσουν, θα αγανακτήσουνε | να αγανακτήσουν, να αγανακτήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αγανακτήσει | είχα αγανακτήσει | θα έχω αγανακτήσει | να έχω αγανακτήσει | |
2s | έχεις αγανακτήσει | είχες αγανακτήσει | θα έχεις αγανακτήσει | να έχεις αγανακτήσει | |
3s | έχει αγανακτήσει | είχε αγανακτήσει | θα έχει αγανακτήσει | να έχει αγανακτήσει | |
1p | έχουμε αγανακτήσει | είχαμε αγανακτήσει | θα έχουμε αγανακτήσει | να έχουμε αγανακτήσει | |
2p | έχετε αγανακτήσει | είχατε αγανακτήσει | θα έχετε αγανακτήσει | να έχετε αγανακτήσει | |
3p | έχουν αγανακτήσει | είχαν αγανακτήσει | θα έχουν αγανακτήσει | να έχουν αγανακτήσει | |
Participle: | αγανακτώντας | Non-finite ‡ | αγανακτήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- άγαν (ágan, “to excess, excessively”)
- αγανακτισμένος (aganaktisménos, “outraged”)
- αγανάκτηση f (aganáktisi, “outrage”)