Definify.com
Definition 2024
αγαπίζω
αγαπίζω
Greek
Verb
αγαπίζω • (agapízo) (simple past αγάπισα)
Conjugation
αγαπίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αγαπίζω | αγάπιζα | θα αγαπίζω | να αγαπίζω | |
2s | αγαπίζεις | αγάπιζες | θα αγαπίζεις | να αγαπίζεις | αγάπιζε |
3s | αγαπίζει | αγάπιζε | θα αγαπίζει | να αγαπίζει | |
1p | αγαπίζουμε, αγαπίζομε | αγαπίζαμε | θα αγαπίζουμε, αγαπίζομε | να αγαπίζουμε, αγαπίζομε | |
2p | αγαπίζετε | αγαπίζατε | θα αγαπίζετε | να αγαπίζετε | αγαπίζετε |
3p | αγαπίζουν, αγαπίζουνε | αγάπιζαν, αγαπίζαν, αγαπίζανε | θα αγαπίζουν, αγαπίζουνε | να αγαπίζουν, αγαπίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αγαπίσω | αγάπισα | θα αγαπίσω | να αγαπίσω | |
2s | αγαπίσεις | αγάπισες | θα αγαπίσεις | να αγαπίσεις | αγάπισε |
3s | αγαπίσει | αγάπισε | θα αγαπίσει | να αγαπίσει | |
1p | αγαπίσουμε, αγαπίσομε | αγαπίσαμε | θα αγαπίσουμε, αγαπίσομε | να αγαπίσουμε, αγαπίσομε | |
2p | αγαπίσετε | αγαπίσατε | θα αγαπίσετε | να αγαπίσετε | αγαπίστε |
3p | αγαπίσουν, αγαπίσουνε | αγάπισαν, αγαπίσαν, αγαπίσανε | θα αγαπίσουν, αγαπίσουνε | να αγαπίσουν, αγαπίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αγαπίσει | είχα αγαπίσει | θα έχω αγαπίσει | να έχω αγαπίσει | |
2s | έχεις αγαπίσει | είχες αγαπίσει | θα έχεις αγαπίσει | να έχεις αγαπίσει | |
3s | έχει αγαπίσει | είχε αγαπίσει | θα έχει αγαπίσει | να έχει αγαπίσει | |
1p | έχουμε αγαπίσει | είχαμε αγαπίσει | θα έχουμε αγαπίσει | να έχουμε αγαπίσει | |
2p | έχετε αγαπίσει | είχατε αγαπίσει | θα έχετε αγαπίσει | να έχετε αγαπίσει | |
3p | έχουν αγαπίσει | είχαν αγαπίσει | θα έχουν αγαπίσει | να έχουν αγαπίσει | |
Participle: | αγαπίζοντας | Non-finite ‡ | αγαπίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- see: αγάπη f (agápi, “love”)