Definify.com
Definition 2024
αγγειοχειρουργική
αγγειοχειρουργική
Greek
Noun
αγγειοχειρουργική • (angeiocheirourgikí) f (plural αγγειοχειρουργικές)
Declension
declension of αγγειοχειρουργική
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγγειοχειρουργική | αγγειοχειρουργικές |
genitive | αγγειοχειρουργικής | αγγειοχειρουργικών |
accusative | αγγειοχειρουργική | αγγειοχειρουργικές |
vocative | αγγειοχειρουργική | αγγειοχειρουργικές |
Related terms
- αγγειοχειρουργός m, f (angeiocheirourgós, “vascular surgeon”)
See also
- αγγειοπλαστική f (angeioplastikí, “angioplasty”)
External links
- αγγειοχειρουργική on the Greek Wikipedia.Wikipedia el