Definify.com

Definition 2024


αγγλοποιούμαι

αγγλοποιούμαι

Greek

Verb

αγγλοποιούμαι (anglopoioúmai) (simple past αγγλοποιήθηκα, active form αγγλοποιώ, passive)

  1. passive of αγγλοποιώ (anglopoió)

Conjugation