Definify.com
Definition 2024
αγγλοποιούμαι
αγγλοποιούμαι
Greek
Verb
αγγλοποιούμαι • (anglopoioúmai) (simple past αγγλοποιήθηκα, active form αγγλοποιώ, passive)
- passive of αγγλοποιώ (anglopoió)
Conjugation
αγγλοποιούμαι
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αγγλοποιούμαι | αγγλοποιιόμουν, αγγλοποιιόμουνα | θα αγγλοποιούμαι | να αγγλοποιούμαι | |
2s | αγγλοποιείσαι | αγγλοποιιόσουν, αγγλοποιιόσουνα | θα αγγλοποιείσαι | να αγγλοποιείσαι | — |
3s | αγγλοποιείται | αγγλοποιιόταν, αγγλοποιιότανε | θα αγγλοποιείται | να αγγλοποιείται | |
1p | αγγλοποιούμαστε, αγγλοποιόμαστε | αγγλοποιιόμαστε, αγγλοποιιόμασταν | θα αγγλοποιούμαστε | να αγγλοποιούμαστε | |
2p | αγγλοποιείστε, αγγλοποιόσαστε | αγγλοποιιόσαστε, αγγλοποιιόσασταν | θα αγγλοποιείστε | να αγγλοποιείστε | αγγλοποιείστε |
3p | αγγλοποιούνται | αγγλοποιιόνταν, αγγλοποιιούνταν, αγγλοποιιόντουσαν, αγγλοποιιόντανε | θα αγγλοποιούνται | να αγγλοποιούνται | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αγγλοποιηθώ | αγγλοποιήθηκα | θα αγγλοποιηθώ | να αγγλοποιηθώ | |
2s | αγγλοποιηθείς | αγγλοποιήθηκες | θα αγγλοποιηθείς | να αγγλοποιηθείς | αγγλοποιήσου |
3s | αγγλοποιηθεί | αγγλοποιήθηκε | θα αγγλοποιηθεί | να αγγλοποιηθεί | |
1p | αγγλοποιηθούμε | αγγλοποιηθήκαμε | θα αγγλοποιηθούμε | να αγγλοποιηθούμε | |
2p | αγγλοποιηθείτε | αγγλοποιηθήκατε | θα αγγλοποιηθείτε | να αγγλοποιηθείτε | αγγλοποιηθείτε |
3p | αγγλοποιηθούν, αγγλοποιηθούνε | αγγλοποιήθηκαν, αγγλοποιηθήκανε, αγγλοποιηθήκαν | θα αγγλοποιηθούν, θα αγγλοποιηθούνε | να αγγλοποιηθούν, να αγγλοποιηθούνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αγγλοποιηθεί | είχα αγγλοποιηθεί | θα έχω αγγλοποιηθεί | να έχω αγγλοποιηθεί | |
2s | έχεις αγγλοποιηθεί | είχες αγγλοποιηθεί | θα έχεις αγγλοποιηθεί | να έχεις αγγλοποιηθεί | |
3s | έχει αγγλοποιηθεί | είχε αγγλοποιηθεί | θα έχει αγγλοποιηθεί | να έχει αγγλοποιηθεί | |
1p | έχουμε αγγλοποιηθεί | είχαμε αγγλοποιηθεί | θα έχουμε αγγλοποιηθεί | να έχουμε αγγλοποιηθεί | |
2p | έχετε αγγλοποιηθεί | είχατε αγγλοποιηθεί | θα έχετε αγγλοποιηθεί | να έχετε αγγλοποιηθεί | |
3p | έχουν αγγλοποιηθεί | είχαν αγγλοποιηθεί | θα έχουν αγγλοποιηθεί | να έχουν αγγλοποιηθεί | |
Participle: | — | Non-finite ‡ | αγγλοποιηθεί | 75 pass2 ούμαι1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||