Definify.com
Definition 2025
αγορίστικος
αγορίστικος
Greek
Adjective
αγορίστικος • (agorístikos) m (feminine αγορίστικη, neuter αγορίστικο)
Declension
positive forms of αγορίστικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγορίστικος | αγορίστικη | αγορίστικο | αγορίστικοι | αγορίστικες | αγορίστικα |
genitive | αγορίστικου | αγορίστικης | αγορίστικου | αγορίστικων | αγορίστικων | αγορίστικων |
accusative | αγορίστικο | αγορίστικη | αγορίστικο | αγορίστικους | αγορίστικες | αγορίστικα |
vocative | αγορίστικε | αγορίστικη | αγορίστικο | αγορίστικοι | αγορίστικες | αγορίστικα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγορίστικος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγορίστικος, etc.) |
Related terms
- αγορίστικα (agorístika, “boyishly”)
- see also: αγόρι n (agóri, “boy”)