Definify.com
Definition 2024
αγωγή
αγωγή
See also: αγώγι
Greek
Noun
αγωγή • (agogí) f (plural αγωγές)
Declension
declension of αγωγή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγωγή | αγωγές |
genitive | αγωγής | αγωγών |
accusative | αγωγή | αγωγές |
vocative | αγωγή | αγωγές |
Derived terms
- παιδαγωγός m f (paidagogós, “educator”)
- σεξουαλική αγωγή f (sexoualikí agogí, “sex education”)
- φυσική αγωγή f (fysikí agogí, “physical education”)