Definify.com
Definition 2024
φυσικός
φυσικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /ɸysikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /fysikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /fisikós/
Adjective
φυσικός • (phusikós) m (feminine φυσική, neuter φυσικόν); first/second declension
- natural, produced or caused by nature, inborn, native
- physical, having to do with the study of the material world
Inflection
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | φυσικός | φυσική | φυσικόν | φυσικώ | φυσικᾱ́ | φυσικώ | φυσικοί | φυσικαί | φυσικᾰ́ | |||
Genitive | φυσικοῦ | φυσικῆς | φυσικοῦ | φυσικοῖν | φυσικαῖν | φυσικοῖν | φυσικῶν | φυσικῶν | φυσικῶν | |||
Dative | φυσικῷ | φυσικῇ | φυσικῷ | φυσικοῖν | φυσικαῖν | φυσικοῖν | φυσικοῖς | φυσικαῖς | φυσικοῖς | |||
Accusative | φυσικόν | φυσικήν | φυσικόν | φυσικώ | φυσικᾱ́ | φυσικώ | φυσικούς | φυσικᾱ́ς | φυσικᾰ́ | |||
Vocative | φυσικέ | φυσική | φυσικόν | φυσικώ | φυσικᾱ́ | φυσικώ | φυσικοί | φυσικαί | φυσικᾰ́ | |||
References
- φυσικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- φυσικός in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- «φυσικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- “G5446”, in Strong’s Exhaustive Concordance to the Bible, 1979
Greek
Etymology
From Ancient Greek φυσικός (phusikós).
Adjective
φυσικός • (fysikós) m (feminine φυσική, neuter φυσικό)
Declension
positive forms of φυσικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φυσικός | φυσική | φυσικό | φυσικοί | φυσικές | φυσικά |
genitive | φυσικού | φυσικής | φυσικού | φυσικών | φυσικών | φυσικών |
accusative | φυσικό | φυσική | φυσικό | φυσικούς | φυσικές | φυσικά |
vocative | φυσικέ | φυσική | φυσικό | φυσικοί | φυσικές | φυσικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φυσικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φυσικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φυσικότερος | φυσικότερη | φυσικότερο | φυσικότεροι | φυσικότερες | φυσικότερα |
genitive | φυσικότερου | φυσικότερης | φυσικότερου | φυσικότερων | φυσικότερων | φυσικότερων |
accusative | φυσικότερο | φυσικότερη | φυσικότερο | φυσικότερους | φυσικότερες | φυσικότερα |
vocative | φυσικότερε | φυσικότερη | φυσικότερο | φυσικότεροι | φυσικότερες | φυσικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο φυσικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φυσικότατος | φυσικότατη | φυσικότατο | φυσικότατοι | φυσικότατες | φυσικότατα |
genitive | φυσικότατου | φυσικότατης | φυσικότατου | φυσικότατων | φυσικότατων | φυσικότατων |
accusative | φυσικότατο | φυσικότατη | φυσικότατο | φυσικότατους | φυσικότατες | φυσικότατα |
vocative | φυσικότατε | φυσικότατη | φυσικότατο | φυσικότατοι | φυσικότατες | φυσικότατα |
Derived terms
- φυσικά (fysiká, “naturally”)
- φυσική f (fysikí, “physics”)
- φυσικοθεραπεία (fysikotherapeía, “physiotherapy”)
- φυσικοθεραπεία (fysikotherapeía, “physiotherapy”)
- φυσική αγωγή f (fysikí agogí, “physical education”)
- φυσικό πρόσωπο n (fysikó prósopo, “natural person”)
Noun
φυσικός • (fysikós) m, f (plural φυσικοί)