Definify.com

Definition 2024


αγωνιστικός

αγωνιστικός

Greek

Adjective

αγωνιστικός (agonistikós) m (feminine αγωνιστική, neuter αγωνιστικό)

  1. fighting, playing
    αγωνιστική διάθεση (fighting spirit)

Declension

Related terms

see: αγώνας m (agónas, struggle, match)