Definify.com
Definition 2024
αγωνιώδης
αγωνιώδης
Greek
Adjective
αγωνιώδης • (agoniódis) m (feminine αγωνιώδης, neuter αγωνιώδες)
Declension
positive forms of αγωνιώδης
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγωνιώδης | αγωνιώδης | αγωνιώδες | αγωνιώδεις | αγωνιώδεις | αγωνιώδη |
genitive | αγωνιώδους | αγωνιώδους | αγωνιώδους | αγωνιώδων | αγωνιώδων | αγωνιώδων |
accusative | αγωνιώδη | αγωνιώδη | αγωνιώδες | αγωνιώδεις | αγωνιώδεις | αγωνιώδη |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγωνιώδης, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγωνιώδης, etc.) |
Related terms
- see: αγώνας m (agónas, “struggle, match”)