Definify.com
Definition 2024
αδίδαχτος
αδίδαχτος
Greek
Adjective
αδίδαχτος • (adídachtos) m (feminine αδίδαχτη, neuter αδίδαχτο)
- Alternative form of αδίδακτος (adídaktos)
Declension
positive forms of αδίδαχτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδίδαχτος | αδίδαχτη | αδίδαχτο | αδίδαχτοι | αδίδαχτες | αδίδαχτα |
genitive | αδίδαχτου | αδίδαχτης | αδίδαχτου | αδίδαχτων | αδίδαχτων | αδίδαχτων |
accusative | αδίδαχτο | αδίδαχτη | αδίδαχτο | αδίδαχτους | αδίδαχτες | αδίδαχτα |
vocative | αδίδαχτε | αδίδαχτη | αδίδαχτο | αδίδαχτοι | αδίδαχτες | αδίδαχτα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδίδαχτος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδίδαχτος, etc.) |