Definify.com
Definition 2024
αδιόρατος
αδιόρατος
Greek
Adjective
αδιόρατος • (adióratos) m (feminine αδιόρατη, neuter αδιόρατο)
- faint, hardly perceptible, barely discernible
- ένα αδιόρατο χαμόγελο (a faint smile)
Declension
positive forms of αδιόρατος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιόρατος | αδιόρατη | αδιόρατο | αδιόρατοι | αδιόρατες | αδιόρατα |
genitive | αδιόρατου | αδιόρατης | αδιόρατου | αδιόρατων | αδιόρατων | αδιόρατων |
accusative | αδιόρατο | αδιόρατη | αδιόρατο | αδιόρατους | αδιόρατες | αδιόρατα |
vocative | αδιόρατε | αδιόρατη | αδιόρατο | αδιόρατοι | αδιόρατες | αδιόρατα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδιόρατος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδιόρατος, etc.) |