Definify.com

Definition 2024


αδιόρατος

αδιόρατος

Greek

Adjective

αδιόρατος (adióratos) m (feminine αδιόρατη, neuter αδιόρατο)

  1. faint, hardly perceptible, barely discernible
    ένα αδιόρατο χαμόγελο (a faint smile)

Declension