Definify.com
Definition 2024
αδυνατίζω
αδυνατίζω
Greek
Verb
αδυνατίζω • (adynatízo) (simple past αδυνάτισα)
Conjugation
αδυνατίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αδυνατίζω | αδυνάτιζα | θα αδυνατίζω | να αδυνατίζω | |
2s | αδυνατίζεις | αδυνάτιζες | θα αδυνατίζεις | να αδυνατίζεις | αδυνάτιζε |
3s | αδυνατίζει | αδυνάτιζε | θα αδυνατίζει | να αδυνατίζει | |
1p | αδυνατίζουμε, αδυνατίζομε | αδυνατίζαμε | θα αδυνατίζουμε, αδυνατίζομε | να αδυνατίζουμε, αδυνατίζομε | |
2p | αδυνατίζετε | αδυνατίζατε | θα αδυνατίζετε | να αδυνατίζετε | αδυνατίζετε |
3p | αδυνατίζουν, αδυνατίζουνε | αδυνάτιζαν, αδυνατίζαν, αδυνατίζανε | θα αδυνατίζουν, αδυνατίζουνε | να αδυνατίζουν, αδυνατίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αδυνατίσω | αδυνάτισα | θα αδυνατίσω | να αδυνατίσω | |
2s | αδυνατίσεις | αδυνάτισες | θα αδυνατίσεις | να αδυνατίσεις | αδυνάτισε |
3s | αδυνατίσει | αδυνάτισε | θα αδυνατίσει | να αδυνατίσει | |
1p | αδυνατίσουμε, αδυνατίσομε | αδυνατίσαμε | θα αδυνατίσουμε, αδυνατίσομε | να αδυνατίσουμε, αδυνατίσομε | |
2p | αδυνατίσετε | αδυνατίσατε | θα αδυνατίσετε | να αδυνατίσετε | αδυνατίστε |
3p | αδυνατίσουν, αδυνατίσουνε | αδυνάτισαν, αδυνατίσαν, αδυνατίσανε | θα αδυνατίσουν, αδυνατίσουνε | να αδυνατίσουν, αδυνατίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αδυνατίσει | είχα αδυνατίσει | θα έχω αδυνατίσει | να έχω αδυνατίσει | |
2s | έχεις αδυνατίσει | είχες αδυνατίσει | θα έχεις αδυνατίσει | να έχεις αδυνατίσει | |
3s | έχει αδυνατίσει | είχε αδυνατίσει | θα έχει αδυνατίσει | να έχει αδυνατίσει | |
1p | έχουμε αδυνατίσει | είχαμε αδυνατίσει | θα έχουμε αδυνατίσει | να έχουμε αδυνατίσει | |
2p | έχετε αδυνατίσει | είχατε αδυνατίσει | θα έχετε αδυνατίσει | να έχετε αδυνατίσει | |
3p | έχουν αδυνατίσει | είχαν αδυνατίσει | θα έχουν αδυνατίσει | να έχουν αδυνατίσει | |
Participle: | αδυνατίζοντας | Non-finite ‡ | αδυνατίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Synonyms
Related terms
- αδυνάτισμα n (adynátisma, “slimming, weight loss”)
- and see: αδύναμος (adýnamos, “weak, feeble, pale”)