Definify.com
Definition 2024
αθέλητος
αθέλητος
Greek
Adjective
αθέλητος • (athélitos) m (feminine αθέλητη, neuter αθέλητο)
Declension
positive forms of αθέλητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αθέλητος | αθέλητη | αθέλητο | αθέλητοι | αθέλητες | αθέλητα |
genitive | αθέλητου | αθέλητης | αθέλητου | αθέλητων | αθέλητων | αθέλητων |
accusative | αθέλητο | αθέλητη | αθέλητο | αθέλητους | αθέλητες | αθέλητα |
vocative | αθέλητε | αθέλητη | αθέλητο | αθέλητοι | αθέλητες | αθέλητα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αθέλητος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αθέλητος, etc.) |
Related terms
- άθελα (áthela, “unwillingly”)