Definify.com
Definition 2024
αθόρυβος
αθόρυβος
Greek
Adjective
αθόρυβος • (athóryvos) m (feminine αθόρυβη, neuter αθόρυβο)
Declension
positive forms of αθόρυβος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αθόρυβος | αθόρυβη | αθόρυβο | αθόρυβοι | αθόρυβες | αθόρυβα |
genitive | αθόρυβου | αθόρυβης | αθόρυβου | αθόρυβων | αθόρυβων | αθόρυβων |
accusative | αθόρυβο | αθόρυβη | αθόρυβο | αθόρυβους | αθόρυβες | αθόρυβα |
vocative | αθόρυβε | αθόρυβη | αθόρυβο | αθόρυβοι | αθόρυβες | αθόρυβα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αθόρυβος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αθόρυβος, etc.) |
Related terms
- αθόρυβα (athóryva, “silently”)