Definify.com
Definition 2024
αιχμηρός
αιχμηρός
Greek
Adjective
αιχμηρός • (aichmirós) m (feminine αιχμηρή, neuter αιχμηρό)
Declension
positive forms of αιχμηρός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αιχμηρός | αιχμηρή | αιχμηρό | αιχμηροί | αιχμηρές | αιχμηρά |
genitive | αιχμηρού | αιχμηρής | αιχμηρού | αιχμηρών | αιχμηρών | αιχμηρών |
accusative | αιχμηρό | αιχμηρή | αιχμηρό | αιχμηρούς | αιχμηρές | αιχμηρά |
vocative | αιχμηρέ | αιχμηρή | αιχμηρό | αιχμηροί | αιχμηρές | αιχμηρά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αιχμηρός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αιχμηρός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αιχμηρότερος | αιχμηρότερη | αιχμηρότερο | αιχμηρότεροι | αιχμηρότερες | αιχμηρότερα |
genitive | αιχμηρότερου | αιχμηρότερης | αιχμηρότερου | αιχμηρότερων | αιχμηρότερων | αιχμηρότερων |
accusative | αιχμηρότερο | αιχμηρότερη | αιχμηρότερο | αιχμηρότερους | αιχμηρότερες | αιχμηρότερα |
vocative | αιχμηρότερε | αιχμηρότερη | αιχμηρότερο | αιχμηρότεροι | αιχμηρότερες | αιχμηρότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αιχμηρότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αιχμηρότατος | αιχμηρότατη | αιχμηρότατο | αιχμηρότατοι | αιχμηρότατες | αιχμηρότατα |
genitive | αιχμηρότατου | αιχμηρότατης | αιχμηρότατου | αιχμηρότατων | αιχμηρότατων | αιχμηρότατων |
accusative | αιχμηρότατο | αιχμηρότατη | αιχμηρότατο | αιχμηρότατους | αιχμηρότατες | αιχμηρότατα |
vocative | αιχμηρότατε | αιχμηρότατη | αιχμηρότατο | αιχμηρότατοι | αιχμηρότατες | αιχμηρότατα |
Related terms
- αιχμή f (aichmí, “spearhead, point”)
Synonyms
- μυτερός (myterós)