Definify.com
Definition 2024
ακίνητος
ακίνητος
Greek
Adjective
ακίνητος • (akínitos) m (feminine ακίνητη, neuter ακίνητο)
Declension
positive forms of ακίνητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακίνητος | ακίνητη | ακίνητο | ακίνητοι | ακίνητες | ακίνητα |
genitive | ακίνητου | ακίνητης | ακίνητου | ακίνητων | ακίνητων | ακίνητων |
accusative | ακίνητο | ακίνητη | ακίνητο | ακίνητους | ακίνητες | ακίνητα |
vocative | ακίνητε | ακίνητη | ακίνητο | ακίνητοι | ακίνητες | ακίνητα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακίνητος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακίνητος, etc.) |
Related terms
- ακίνητο n (akínito, “property, real estate”)
- ακινητοποίηση f (akinitopoíisi, “immobilisation”)
- ακινητοποιώ (akinitopoió, “to immobilise”)
- ακινητώ (akinitó, “to be still”)