Definify.com
Definition 2024
ακανθώδης
ακανθώδης
Greek
Adjective
ακανθώδης • (akanthódis) m (feminine ακανθώδης, neuter ακανθώδες)
- thorny, prickly
- ακανθώδης θάμνος ― akanthódis thámnos ― thorny shrub
- (anatomy) spinous
- οι ακανθώδεις αποφύσεις των οσφυϊκών σπονδύλων ― oi akanthódeis apofýseis ton osfyïkón spondýlon ― the spinous processes of the lumbar vertebrae
- (figuratively) hazardous, dangerous
- ένας ακανθώδης δρόμος ― énas akanthódis drómos ― a dangerous road
- (figuratively) touchy, prickly, temperamental
Declension
positive forms of ακανθώδης
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακανθώδης | ακανθώδης | ακανθώδες | ακανθώδεις | ακανθώδεις | ακανθώδη |
genitive | ακανθώδους | ακανθώδους | ακανθώδους | ακανθώδων | ακανθώδων | ακανθώδων |
accusative | ακανθώδη | ακανθώδη | ακανθώδες | ακανθώδεις | ακανθώδεις | ακανθώδη |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακανθώδης, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακανθώδης, etc.) |