Definify.com
Definition 2024
ακατάλυτος
ακατάλυτος
Greek
Adjective
ακατάλυτος • (akatálytos) m (feminine ακατάλυτη, neuter ακατάλυτος)
Declension
positive forms of ακατάλυτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακατάλυτος | ακατάλυτη | ακατάλυτο | ακατάλυτοι | ακατάλυτες | ακατάλυτα |
genitive | ακατάλυτου | ακατάλυτης | ακατάλυτου | ακατάλυτων | ακατάλυτων | ακατάλυτων |
accusative | ακατάλυτο | ακατάλυτη | ακατάλυτο | ακατάλυτους | ακατάλυτες | ακατάλυτα |
vocative | ακατάλυτε | ακατάλυτη | ακατάλυτο | ακατάλυτοι | ακατάλυτες | ακατάλυτα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακατάλυτος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακατάλυτος, etc.) |