Definify.com
Definition 2024
ακατανόητος
ακατανόητος
Greek
Adjective
ακατανόητος • (akatanóitos) m (feminine ακατανόητη, neuter ακατανόητο)
Declension
positive forms of ακατανόητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακατανόητος | ακατανόητη | ακατανόητο | ακατανόητοι | ακατανόητες | ακατανόητα |
genitive | ακατανόητου | ακατανόητης | ακατανόητου | ακατανόητων | ακατανόητων | ακατανόητων |
accusative | ακατανόητο | ακατανόητη | ακατανόητο | ακατανόητους | ακατανόητες | ακατανόητα |
vocative | ακατανόητε | ακατανόητη | ακατανόητο | ακατανόητοι | ακατανόητες | ακατανόητα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακατανόητος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακατανόητος, etc.) |
Synonyms
- (incomprehensible): ακαταλαβίστικος (akatalavístikos)
- (incomprehensible): ακατάληπτος (akatáliptos)
- (incomprehensible): δυσνόητος (dysnóitos)