Definify.com
Definition 2025
ακατονόμαστος
ακατονόμαστος
Greek
Adjective
ακατονόμαστος • (akatonómastos) m (feminine ακατονόμαστη, neuter ακατονόμαστο)
Declension
positive forms of ακατονόμαστος
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ακατονόμαστος | ακατονόμαστη | ακατονόμαστο | ακατονόμαστοι | ακατονόμαστες | ακατονόμαστα |
| genitive | ακατονόμαστου | ακατονόμαστης | ακατονόμαστου | ακατονόμαστων | ακατονόμαστων | ακατονόμαστων |
| accusative | ακατονόμαστο | ακατονόμαστη | ακατονόμαστο | ακατονόμαστους | ακατονόμαστες | ακατονόμαστα |
| vocative | ακατονόμαστε | ακατονόμαστη | ακατονόμαστο | ακατονόμαστοι | ακατονόμαστες | ακατονόμαστα |
See also
- ανώνυμος (anónymos, “anonymous”)