Definify.com
Definition 2024
ανώνυμος
ανώνυμος
See also: ἀνώνυμος
Greek
Adjective
ανώνυμος • (anónymos) m (feminine ανώνυμη, neuter ανώνυμο)
Declension
positive forms of ανώνυμος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανώνυμος | ανώνυμη | ανώνυμο | ανώνυμοι | ανώνυμες | ανώνυμα |
genitive | ανώνυμου | ανώνυμης | ανώνυμου | ανώνυμων | ανώνυμων | ανώνυμων |
accusative | ανώνυμο | ανώνυμη | ανώνυμο | ανώνυμους | ανώνυμες | ανώνυμα |
vocative | ανώνυμε | ανώνυμη | ανώνυμο | ανώνυμοι | ανώνυμες | ανώνυμα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανώνυμος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανώνυμος, etc.) |
Derived terms
- ανώνυμη εταιρεία f (anónymi etaireía, “limited company”)
See also
- ακατονόμαστος (akatonómastos, “unnamed, nameless”)