Definify.com
Definition 2024
ακολουθούμαι
ακολουθούμαι
Greek
Alternative forms
- ακολουθιέμαι (akolouthiémai)
Verb
ακολουθούμαι • (akolouthoúmai) (simple past ακολουθήθηκα, active form ακολουθώ, passive)
- be followed
Conjugation
ακολουθούμαι
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ακολουθούμαι | ακολουθιόμουν, ακολουθιόμουνα | θα ακολουθούμαι | να ακολουθούμαι | |
2s | ακολουθείσαι | ακολουθιόσουν, ακολουθιόσουνα | θα ακολουθείσαι | να ακολουθείσαι | — |
3s | ακολουθείται | ακολουθιόταν, ακολουθιότανε | θα ακολουθείται | να ακολουθείται | |
1p | ακολουθούμαστε, ακολουθόμαστε | ακολουθιόμαστε, ακολουθιόμασταν | θα ακολουθούμαστε | να ακολουθούμαστε | |
2p | ακολουθείστε, ακολουθόσαστε | ακολουθιόσαστε, ακολουθιόσασταν | θα ακολουθείστε | να ακολουθείστε | ακολουθείστε |
3p | ακολουθούνται | ακολουθιόνταν, ακολουθιούνταν, ακολουθιόντουσαν, ακολουθιόντανε | θα ακολουθούνται | να ακολουθούνται | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ακολουθηθώ | ακολουθήθηκα | θα ακολουθηθώ | να ακολουθηθώ | |
2s | ακολουθηθείς | ακολουθήθηκες | θα ακολουθηθείς | να ακολουθηθείς | ακολουθήσου |
3s | ακολουθηθεί | ακολουθήθηκε | θα ακολουθηθεί | να ακολουθηθεί | |
1p | ακολουθηθούμε | ακολουθηθήκαμε | θα ακολουθηθούμε | να ακολουθηθούμε | |
2p | ακολουθηθείτε | ακολουθηθήκατε | θα ακολουθηθείτε | να ακολουθηθείτε | ακολουθηθείτε |
3p | ακολουθηθούν, ακολουθηθούνε | ακολουθήθηκαν, ακολουθηθήκανε, ακολουθηθήκαν | θα ακολουθηθούν, θα ακολουθηθούνε | να ακολουθηθούν, να ακολουθηθούνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ακολουθηθεί | είχα ακολουθηθεί | θα έχω ακολουθηθεί | να έχω ακολουθηθεί | |
2s | έχεις ακολουθηθεί | είχες ακολουθηθεί | θα έχεις ακολουθηθεί | να έχεις ακολουθηθεί | |
3s | έχει ακολουθηθεί | είχε ακολουθηθεί | θα έχει ακολουθηθεί | να έχει ακολουθηθεί | |
1p | έχουμε ακολουθηθεί | είχαμε ακολουθηθεί | θα έχουμε ακολουθηθεί | να έχουμε ακολουθηθεί | |
2p | έχετε ακολουθηθεί | είχατε ακολουθηθεί | θα έχετε ακολουθηθεί | να έχετε ακολουθηθεί | |
3p | έχουν ακολουθηθεί | είχαν ακολουθηθεί | θα έχουν ακολουθηθεί | να έχουν ακολουθηθεί | |
Participle: | — | Non-finite ‡ | ακολουθηθεί | 75 pass2 ούμαι1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||