Definify.com
Definition 2024
ακριβής
ακριβής
Greek
Adjective
ακριβής • (akrivís) m (feminine ακριβής, neuter ακριβές)
Declension
positive forms of ακριβής
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακριβής | ακριβής | ακριβές | ακριβείς | ακριβείς | ακριβή |
genitive | ακριβούς | ακριβούς | ακριβούς | ακριβών | ακριβών | ακριβών |
accusative | ακριβή | ακριβή | ακριβές | ακριβείς | ακριβείς | ακριβή |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακριβής, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακριβής, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακριβέστερος | ακριβέστερη | ακριβέστερο | ακριβέστεροι | ακριβέστερες | ακριβέστερα |
genitive | ακριβέστερου | ακριβέστερης | ακριβέστερου | ακριβέστερων | ακριβέστερων | ακριβέστερων |
accusative | ακριβέστερο | ακριβέστερη | ακριβέστερο | ακριβέστερους | ακριβέστερες | ακριβέστερα |
vocative | ακριβέστερε | ακριβέστερη | ακριβέστερο | ακριβέστεροι | ακριβέστερες | ακριβέστερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ακριβέστερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακριβέστατος | ακριβέστατη | ακριβέστατο | ακριβέστατοι | ακριβέστατες | ακριβέστατα |
genitive | ακριβέστατου | ακριβέστατης | ακριβέστατου | ακριβέστατων | ακριβέστατων | ακριβέστατων |
accusative | ακριβέστατο | ακριβέστατη | ακριβέστατο | ακριβέστατους | ακριβέστατες | ακριβέστατα |
vocative | ακριβέστατε | ακριβέστατη | ακριβέστατο | ακριβέστατοι | ακριβέστατες | ακριβέστατα |
Related terms
- ακριβώς (akrivós, “exactly”)
See also
- στην ώρα μου (stin óra mou, “on time”)
Etymology 2
Adjective
ακριβής • (akrivís)