Definify.com
Definition 2024
ακόρεστος
ακόρεστος
Greek
Adjective
ακόρεστος • (akórestos) m (feminine ακόρεστη, neuter ακόρεστο)
- insatiable
- Έχει μια ακόρεστη δίψα για γνώση.
- Échei mia akóresti dípsa gia gnósi.
- She has an insatiable thirst for knowledge.
- Έχει μια ακόρεστη δίψα για γνώση.
- (chemistry, nutrition) unsaturated (of a solution or a fat)
- ακόρεστα λιπαρά
- akóresta lipará
- unsaturated fat
- ακόρεστα λιπαρά
Declension
positive forms of ακόρεστος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακόρεστος | ακόρεστη | ακόρεστο | ακόρεστοι | ακόρεστες | ακόρεστα |
genitive | ακόρεστου | ακόρεστης | ακόρεστου | ακόρεστων | ακόρεστων | ακόρεστων |
accusative | ακόρεστο | ακόρεστη | ακόρεστο | ακόρεστους | ακόρεστες | ακόρεστα |
vocative | ακόρεστε | ακόρεστη | ακόρεστο | ακόρεστοι | ακόρεστες | ακόρεστα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακόρεστος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακόρεστος, etc.) |