Definify.com
Definition 2024
αλλαξιά
αλλαξιά
Greek
Noun
αλλαξιά • (allaxiá) f (plural αλλαξιές)
- change (a set of clothes)
- Πήρε για το ταξίδι τρεις αλλαξιές εσώρουχα.
- He took three changes of underwear for the trip.
- Πήρε για το ταξίδι τρεις αλλαξιές εσώρουχα.
- (colloquial) exchange
Declension
declension of αλλαξιά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλλαξιά | αλλαξιές |
genitive | αλλαξιάς | αλλαξιών |
accusative | αλλαξιά | αλλαξιές |
vocative | αλλαξιά | αλλαξιές |