Definify.com
Definition 2024
αλλαγή
αλλαγή
Greek
Noun
αλλαγή • (allagí) f (plural αλλαγές)
- change, differentiation, replacement (the action and the effect)
- Έκανε μια αλλαγή στις ρυθμίσεις. ― Ékane mia allagí stis rythmíseis. ― He made a change to the settings
- Η αλλαγή στη συμπεριφορά του ήταν απροσδόκητη. ― I allagí sti symperiforá tou ítan aprosdókiti. ― The change in behaviour was not expected.
Declension
declension of αλλαγή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλλαγή | αλλαγές |
genitive | αλλαγής | αλλαγών |
accusative | αλλαγή | αλλαγές |
vocative | αλλαγή | αλλαγές |
Derived terms
- αλλαγή καθεστώτος f (allagí kathestótos, “regime change”)