Definify.com
Definition 2024
αλουμινόχαρτο
αλουμινόχαρτο
Greek
Noun
αλουμινόχαρτο • (alouminócharto) n (plural αλουμινόχαρτα)
- aluminum or tin foil (used for wrapping food)
Declension
declension of αλουμινόχαρτο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλουμινόχαρτο | αλουμινόχαρτα |
genitive | αλουμινόχαρτου | αλουμινόχαρτων |
accusative | αλουμινόχαρτο | αλουμινόχαρτα |
vocative | αλουμινόχαρτο | αλουμινόχαρτα |