Definify.com
Definition 2024
ανήλικος
ανήλικος
Greek
Adjective
ανήλικος • (anílikos) m (feminine ανήλική, neuter ανήλικο)
Declension
positive forms of ανήλικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανήλικος | ανήλικη | ανήλικο | ανήλικοι | ανήλικες | ανήλικα |
genitive | ανήλικου | ανήλικης | ανήλικου | ανήλικων | ανήλικων | ανήλικων |
accusative | ανήλικο | ανήλικη | ανήλικο | ανήλικους | ανήλικες | ανήλικα |
vocative | ανήλικε | ανήλικη | ανήλικο | ανήλικοι | ανήλικες | ανήλικα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανήλικος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανήλικος, etc.) |
Noun
ανήλικος • (anílikos) m (plural ανήλικοι)
Declension
declension of ανήλικος
Synonyms
- (still a minor): παιδί n (paidí, “child”)