Definify.com
Definition 2024
αναγγέλλω
αναγγέλλω
Greek
Alternative forms
- αναγγέλω (anangélo)
Verb
αναγγέλλω • (anangéllo) (simple past ανήγγειλα or ανάγγειλα, passive form αναγγέλλομαι)
Conjugation
αναγγέλλω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αναγγέλλω | ανάγγελλα, ανήγγελλα | θα αναγγέλλω | να αναγγέλλω | |
2s | αναγγέλλεις | ανάγγελλες, ανήγγελλες | θα αναγγέλλεις | να αναγγέλλεις | ανάγγελλε |
3s | αναγγέλλει | ανάγγελλε, ανήγγελλε | θα αναγγέλλει | να αναγγέλλει | |
1p | αναγγέλλουμε, αναγγέλλομε | αναγγέλλαμε | θα αναγγέλλουμε, αναγγέλλομε | να αναγγέλλουμε, αναγγέλλομε | |
2p | αναγγέλλετε | αναγγέλλατε | θα αναγγέλλετε | να αναγγέλλετε | αναγγέλλετε |
3p | αναγγέλλουν, αναγγέλλουνε | ανάγγελλαν, αναγγέλλαν, αναγγέλλανε, ανήγγελλαν | θα αναγγέλλουν, αναγγέλλουνε | να αναγγέλλουν, αναγγέλλουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αναγγείλω | ανάγγειλα, ανήγγειλα | θα αναγγείλω | να αναγγείλω | |
2s | αναγγείλεις | ανάγγειλες, ανήγγειλες | θα αναγγείλεις | να αναγγείλεις | ανάγγειλε |
3s | αναγγείλει | ανάγγειλε, ανήγγειλε | θα αναγγείλει | να αναγγείλει | |
1p | αναγγείλουμε, αναγγείλομε | αναγγείλαμε | θα αναγγείλουμε, θα αναγγείλομε | να αναγγείλουμε, να αναγγείλομε | |
2p | αναγγείλετε | αναγγείλατε | θα αναγγείλετε | να αναγγείλετε | αναγγείλετε, αναγγείλτε |
3p | αναγγείλουν, αναγγείλουνε | ανάγγειλαν, αναγγείλανε, ανήγγειλαν | θα αναγγείλουν, θα αναγγείλουνε | να αναγγείλουν, να αναγγείλουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αναγγείλει | είχα αναγγείλει | θα έχω αναγγείλει | να έχω αναγγείλει | |
2s | έχεις αναγγείλει | είχες αναγγείλει | θα έχεις αναγγείλει | να έχεις αναγγείλει | |
3s | έχει αναγγείλει | είχε αναγγείλει | θα έχει αναγγείλει | να έχει αναγγείλει | |
1p | έχουμε αναγγείλει | είχαμε αναγγείλει | θα έχουμε αναγγείλει | να έχουμε αναγγείλει | |
2p | έχετε αναγγείλει | είχατε αναγγείλει | θα έχετε αναγγείλει | να έχετε αναγγείλει | |
3p | έχουν αναγγείλει | είχαν αναγγείλει | θα έχουν αναγγείλει | να έχουν αναγγείλει | |
Participle: | αναγγέλλοντας | Non-finite ‡ | αναγγείλει | 85, 1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Synonyms
- αγγέλλω (angéllo)
Related terms
- see: άγγελος m (ángelos, “angel”)