Definify.com
Definition 2024
αναγνωρίζω
αναγνωρίζω
Greek
Verb
αναγνωρίζω • (anagnorízo) (simple past αναγνώρισα, passive form αναγνωρίζομαι)
- recognise, recognize, identify
- recognise, recognize, acknowledge, admit
- Αναγνωρίζω τα λάθη μου. (I admit my mistakes.)
Conjugation
αναγνωρίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αναγνωρίζω | αναγνώριζα | θα αναγνωρίζω | να αναγνωρίζω | |
2s | αναγνωρίζεις | αναγνώριζες | θα αναγνωρίζεις | να αναγνωρίζεις | αναγνώριζε |
3s | αναγνωρίζει | αναγνώριζε | θα αναγνωρίζει | να αναγνωρίζει | |
1p | αναγνωρίζουμε, αναγνωρίζομε | αναγνωρίζαμε | θα αναγνωρίζουμε, αναγνωρίζομε | να αναγνωρίζουμε, αναγνωρίζομε | |
2p | αναγνωρίζετε | αναγνωρίζατε | θα αναγνωρίζετε | να αναγνωρίζετε | αναγνωρίζετε |
3p | αναγνωρίζουν, αναγνωρίζουνε | αναγνώριζαν, αναγνωρίζαν, αναγνωρίζανε | θα αναγνωρίζουν, αναγνωρίζουνε | να αναγνωρίζουν, αναγνωρίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αναγνωρίσω | αναγνώρισα | θα αναγνωρίσω | να αναγνωρίσω | |
2s | αναγνωρίσεις | αναγνώρισες | θα αναγνωρίσεις | να αναγνωρίσεις | αναγνώρισε |
3s | αναγνωρίσει | αναγνώρισε | θα αναγνωρίσει | να αναγνωρίσει | |
1p | αναγνωρίσουμε, αναγνωρίσομε | αναγνωρίσαμε | θα αναγνωρίσουμε, αναγνωρίσομε | να αναγνωρίσουμε, αναγνωρίσομε | |
2p | αναγνωρίσετε | αναγνωρίσατε | θα αναγνωρίσετε | να αναγνωρίσετε | αναγνωρίστε |
3p | αναγνωρίσουν, αναγνωρίσουνε | αναγνώρισαν, αναγνωρίσαν, αναγνωρίσανε | θα αναγνωρίσουν, αναγνωρίσουνε | να αναγνωρίσουν, αναγνωρίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αναγνωρίσει | είχα αναγνωρίσει | θα έχω αναγνωρίσει | να έχω αναγνωρίσει | |
2s | έχεις αναγνωρίσει | είχες αναγνωρίσει | θα έχεις αναγνωρίσει | να έχεις αναγνωρίσει | |
3s | έχει αναγνωρίσει | είχε αναγνωρίσει | θα έχει αναγνωρίσει | να έχει αναγνωρίσει | |
1p | έχουμε αναγνωρίσει | είχαμε αναγνωρίσει | θα έχουμε αναγνωρίσει | να έχουμε αναγνωρίσει | |
2p | έχετε αναγνωρίσει | είχατε αναγνωρίσει | θα έχετε αναγνωρίσει | να έχετε αναγνωρίσει | |
3p | έχουν αναγνωρίσει | είχαν αναγνωρίσει | θα έχουν αναγνωρίσει | να έχουν αναγνωρίσει | |
Participle: | αναγνωρίζοντας | Non-finite ‡ | αναγνωρίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||