Definify.com

Definition 2024


αναγνωρίσιμος

αναγνωρίσιμος

Greek

Adjective

αναγνωρίσιμος (anagnorísimos) m (feminine αναγνωρίσιμη, neuter αναγνωρίσιμο)

  1. recognisable, recognizable

Declension

See also