Definify.com
Definition 2024
αναγνωρίσιμος
αναγνωρίσιμος
Greek
Adjective
αναγνωρίσιμος • (anagnorísimos) m (feminine αναγνωρίσιμη, neuter αναγνωρίσιμο)
Declension
positive forms of αναγνωρίσιμος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναγνωρίσιμος | αναγνωρίσιμη | αναγνωρίσιμο | αναγνωρίσιμοι | αναγνωρίσιμες | αναγνωρίσιμα |
genitive | αναγνωρίσιμου | αναγνωρίσιμης | αναγνωρίσιμου | αναγνωρίσιμων | αναγνωρίσιμων | αναγνωρίσιμων |
accusative | αναγνωρίσιμο | αναγνωρίσιμη | αναγνωρίσιμο | αναγνωρίσιμους | αναγνωρίσιμες | αναγνωρίσιμα |
vocative | αναγνωρίσιμε | αναγνωρίσιμη | αναγνωρίσιμο | αναγνωρίσιμοι | αναγνωρίσιμες | αναγνωρίσιμα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναγνωρίσιμος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναγνωρίσιμος, etc.) |
See also
- ευδιάκριτος (evdiákritos, “distinguishable, discernible”)