Definify.com
Definition 2024
αναερόβιος
αναερόβιος
Greek
Adjective
αναερόβιος • (anaeróvios) m (feminine αναερόβια, neuter αναερόβιο)
- anaerobic
- αναερόβια μικροοργανισμοί (anaerobic microorganisms)
Declension
positive forms of αναερόβιος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναερόβιος | αναερόβια | αναερόβιο | αναερόβιοι | αναερόβιες | αναερόβια |
genitive | αναερόβιου | αναερόβιας | αναερόβιου | αναερόβιων | αναερόβιων | αναερόβιων |
accusative | αναερόβιο | αναερόβια | αναερόβιο | αναερόβιους | αναερόβιες | αναερόβια |
vocative | αναερόβιε | αναερόβια | αναερόβιο | αναερόβιοι | αναερόβιες | αναερόβια |