Definify.com
Definition 2024
αερόβιος
αερόβιος
Greek
Adjective
αερόβιος • (aeróvios) m (feminine αερόβια, neuter αερόβιο)
Declension
positive forms of αερόβιος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αερόβιος | αερόβιη | αερόβιο | αερόβιοι | αερόβιες | αερόβια |
genitive | αερόβιου | αερόβιης | αερόβιου | αερόβιων | αερόβιων | αερόβιων |
accusative | αερόβιο | αερόβιη | αερόβιο | αερόβιους | αερόβιες | αερόβια |
vocative | αερόβιε | αερόβιη | αερόβιο | αερόβιοι | αερόβιες | αερόβια |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αερόβιος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αερόβιος, etc.) |
Synonyms
- αεροβικός (aerovikós, “aerobic”) (physical exercise term)
Antonyms
- αναερόβιος (anaeróvios, “anaerobic”)