Definify.com
Definition 2024
ανακαινίζω
ανακαινίζω
Greek
Verb
ανακαινίζω • (anakainízo) (simple past ανακαίνισα, passive form ανακαινίζομαι)
Conjugation
ανακαινίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ανακαινίζω | ανακαίνιζα | θα ανακαινίζω | να ανακαινίζω | |
2s | ανακαινίζεις | ανακαίνιζες | θα ανακαινίζεις | να ανακαινίζεις | ανακαίνιζε |
3s | ανακαινίζει | ανακαίνιζε | θα ανακαινίζει | να ανακαινίζει | |
1p | ανακαινίζουμε, ανακαινίζομε | ανακαινίζαμε | θα ανακαινίζουμε, ανακαινίζομε | να ανακαινίζουμε, ανακαινίζομε | |
2p | ανακαινίζετε | ανακαινίζατε | θα ανακαινίζετε | να ανακαινίζετε | ανακαινίζετε |
3p | ανακαινίζουν, ανακαινίζουνε | ανακαίνιζαν, ανακαινίζαν, ανακαινίζανε | θα ανακαινίζουν, ανακαινίζουνε | να ανακαινίζουν, ανακαινίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ανακαινίσω | ανακαίνισα | θα ανακαινίσω | να ανακαινίσω | |
2s | ανακαινίσεις | ανακαίνισες | θα ανακαινίσεις | να ανακαινίσεις | ανακαίνισε |
3s | ανακαινίσει | ανακαίνισε | θα ανακαινίσει | να ανακαινίσει | |
1p | ανακαινίσουμε, ανακαινίσομε | ανακαινίσαμε | θα ανακαινίσουμε, ανακαινίσομε | να ανακαινίσουμε, ανακαινίσομε | |
2p | ανακαινίσετε | ανακαινίσατε | θα ανακαινίσετε | να ανακαινίσετε | ανακαινίστε |
3p | ανακαινίσουν, ανακαινίσουνε | ανακαίνισαν, ανακαινίσαν, ανακαινίσανε | θα ανακαινίσουν, ανακαινίσουνε | να ανακαινίσουν, ανακαινίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ανακαινίσει | είχα ανακαινίσει | θα έχω ανακαινίσει | να έχω ανακαινίσει | |
2s | έχεις ανακαινίσει | είχες ανακαινίσει | θα έχεις ανακαινίσει | να έχεις ανακαινίσει | |
3s | έχει ανακαινίσει | είχε ανακαινίσει | θα έχει ανακαινίσει | να έχει ανακαινίσει | |
1p | έχουμε ανακαινίσει | είχαμε ανακαινίσει | θα έχουμε ανακαινίσει | να έχουμε ανακαινίσει | |
2p | έχετε ανακαινίσει | είχατε ανακαινίσει | θα έχετε ανακαινίσει | να έχετε ανακαινίσει | |
3p | έχουν ανακαινίσει | είχαν ανακαινίσει | θα έχουν ανακαινίσει | να έχουν ανακαινίσει | |
Participle: | ανακαινίζοντας | Non-finite ‡ | ανακαινίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- ανακαίνιση f (anakaínisi, “renovation”)
Synonyms
- ανανεώνω (ananeóno, “to renew”)