Definify.com
Definition 2024
ανακοίνωση
ανακοίνωση
Greek
Noun
ανακοίνωση • (anakoínosi) f (plural ανακοινώσεις)
- announcement
- επίσημη ανακοίνωση (official announcement)
Declension
declension of ανακοίνωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανακοίνωση | ανακοινώσεις |
genitive | ανακοίνωσης / ανακοινώσεως | ανακοινώσεων |
accusative | ανακοίνωση | ανακοινώσεις |
vocative | ανακοίνωση | ανακοινώσεις |
Synonyms
- αναγγελία f (anangelía)
Related terms
- ανακοινώνω (anakoinóno, “to announce”)
- αναγγέλλω (anangéllo, “to announce”) (personal event in newspaper)
- αγγελτήριο n (angeltírio, “announcement”) (personal announcement in newspaper)