Definify.com
Definition 2024
ανακουφίζω
ανακουφίζω
Greek
Verb
ανακουφίζω • (anakoufízo) (simple past ανακούφισα, passive form ανακουφίζομαι)
Conjugation
ανακουφίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ανακουφίζω | ανακούφιζα | θα ανακουφίζω | να ανακουφίζω | |
2s | ανακουφίζεις | ανακούφιζες | θα ανακουφίζεις | να ανακουφίζεις | ανακούφιζε |
3s | ανακουφίζει | ανακούφιζε | θα ανακουφίζει | να ανακουφίζει | |
1p | ανακουφίζουμε, ανακουφίζομε | ανακουφίζαμε | θα ανακουφίζουμε, ανακουφίζομε | να ανακουφίζουμε, ανακουφίζομε | |
2p | ανακουφίζετε | ανακουφίζατε | θα ανακουφίζετε | να ανακουφίζετε | ανακουφίζετε |
3p | ανακουφίζουν, ανακουφίζουνε | ανακούφιζαν, ανακουφίζαν, ανακουφίζανε | θα ανακουφίζουν, ανακουφίζουνε | να ανακουφίζουν, ανακουφίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ανακουφίσω | ανακούφισα | θα ανακουφίσω | να ανακουφίσω | |
2s | ανακουφίσεις | ανακούφισες | θα ανακουφίσεις | να ανακουφίσεις | ανακούφισε |
3s | ανακουφίσει | ανακούφισε | θα ανακουφίσει | να ανακουφίσει | |
1p | ανακουφίσουμε, ανακουφίσομε | ανακουφίσαμε | θα ανακουφίσουμε, ανακουφίσομε | να ανακουφίσουμε, ανακουφίσομε | |
2p | ανακουφίσετε | ανακουφίσατε | θα ανακουφίσετε | να ανακουφίσετε | ανακουφίστε |
3p | ανακουφίσουν, ανακουφίσουνε | ανακούφισαν, ανακουφίσαν, ανακουφίσανε | θα ανακουφίσουν, ανακουφίσουνε | να ανακουφίσουν, ανακουφίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ανακουφίσει | είχα ανακουφίσει | θα έχω ανακουφίσει | να έχω ανακουφίσει | |
2s | έχεις ανακουφίσει | είχες ανακουφίσει | θα έχεις ανακουφίσει | να έχεις ανακουφίσει | |
3s | έχει ανακουφίσει | είχε ανακουφίσει | θα έχει ανακουφίσει | να έχει ανακουφίσει | |
1p | έχουμε ανακουφίσει | είχαμε ανακουφίσει | θα έχουμε ανακουφίσει | να έχουμε ανακουφίσει | |
2p | έχετε ανακουφίσει | είχατε ανακουφίσει | θα έχετε ανακουφίσει | να έχετε ανακουφίσει | |
3p | έχουν ανακουφίσει | είχαν ανακουφίσει | θα έχουν ανακουφίσει | να έχουν ανακουφίσει | |
Participle: | ανακουφίζοντας | Non-finite ‡ | ανακουφίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||