Definify.com
Definition 2024
αναχωρώ
αναχωρώ
Greek
Verb
αναχωρώ • (anachoró) (simple past αναχώρησα, passive form —)
Conjugation
αναχωρώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αναχωρώ | αναχωρούσα | θα αναχωρώ | να αναχωρώ | |
2s | αναχωρείς | αναχωρούσες | θα αναχωρείς | να αναχωρείς | — |
3s | αναχωρεί | αναχωρούσε | θα αναχωρεί | να αναχωρεί | |
1p | αναχωρούμε | αναχωρούσαμε | θα αναχωρούμε | να αναχωρούμε | |
2p | αναχωρείτε | αναχωρούσατε | θα αναχωρείτε | να αναχωρείτε | αναχωρείτε |
3p | αναχωρούν, αναχωρούνε | αναχωρούσαν, αναχωρούσανε | θα αναχωρούν, θα αναχωρούνε | να αναχωρούν, να αναχωρούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αναχωρήσω | αναχώρησα | θα αναχωρήσω | να αναχωρήσω | |
2s | αναχωρήσεις | αναχώρησες | θα αναχωρήσεις | να αναχωρήσεις | αναχώρησε |
3s | αναχωρήσει | αναχώρησε | θα αναχωρήσει | να αναχωρήσει | |
1p | αναχωρήσουμε, αναχωρήσομε | αναχωρήσαμε | θα αναχωρήσουμε, θα αναχωρήσομε | να αναχωρήσουμε, να αναχωρήσομε | |
2p | αναχωρήσετε | αναχωρήσατε | θα αναχωρήσετε | να αναχωρήσετε | αναχωρήστε, αναχωρήσετε |
3p | αναχωρήσουν, αναχωρήσουνε | αναχώρησαν, αναχωρήσαν, αναχωρήσανε | θα αναχωρήσουν, θα αναχωρήσουνε | να αναχωρήσουν, να αναχωρήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αναχωρήσει | είχα αναχωρήσει | θα έχω αναχωρήσει | να έχω αναχωρήσει | |
2s | έχεις αναχωρήσει | είχες αναχωρήσει | θα έχεις αναχωρήσει | να έχεις αναχωρήσει | |
3s | έχει αναχωρήσει | είχε αναχωρήσει | θα έχει αναχωρήσει | να έχει αναχωρήσει | |
1p | έχουμε αναχωρήσει | είχαμε αναχωρήσει | θα έχουμε αναχωρήσει | να έχουμε αναχωρήσει | |
2p | έχετε αναχωρήσει | είχατε αναχωρήσει | θα έχετε αναχωρήσει | να έχετε αναχωρήσει | |
3p | έχουν αναχωρήσει | είχαν αναχωρήσει | θα έχουν αναχωρήσει | να έχουν αναχωρήσει | |
Participle: | αναχωρώντας | Non-finite ‡ | αναχωρήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Synonyms
- φεύγω (févgo)
Related terms
- αναχώρηση f (anachórisi, “departure”)
See also
- αποπλέω (apopléo, “to set sail, to depart by sea”)