Definify.com
Definition 2024
αντιβιοτικός
αντιβιοτικός
Greek
Adjective
αντιβιοτικός • (antiviotikós) m (feminine αντιβιοτική, neuter αντιβιοτικό)
Declension
positive forms of αντιβιοτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιβιοτικός | αντιβιοτική | αντιβιοτικό | αντιβιοτικοί | αντιβιοτικές | αντιβιοτικά |
genitive | αντιβιοτικού | αντιβιοτικής | αντιβιοτικού | αντιβιοτικών | αντιβιοτικών | αντιβιοτικών |
accusative | αντιβιοτικό | αντιβιοτική | αντιβιοτικό | αντιβιοτικούς | αντιβιοτικές | αντιβιοτικά |
vocative | αντιβιοτικέ | αντιβιοτική | αντιβιοτικό | αντιβιοτικοί | αντιβιοτικές | αντιβιοτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιβιοτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιβιοτικός, etc.) |