Definify.com
Definition 2025
αντικείμενο
αντικείμενο
Greek
Noun
αντικείμενο • (antikeímeno) n (plural αντικείμενα)
- object, subject (a physical thing)
- (grammar) object (of sentence)
- object (of desire, or affection, etc)
- (computing) object (of object-oriented)
Declension
declension of αντικείμενο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντικείμενο | αντικείμενα |
genitive | αντικειμένου | αντικειμένων |
accusative | αντικείμενο | αντικείμενα |
vocative | αντικείμενο | αντικείμενα |
Synonyms
- (abbreviation) αντικ. (antik.)
Derived terms
- αντικειμενικός (antikeimenikós, “objective”)
- άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο n (ágnostis taftótitas iptámeno antikeímeno, “unidentified flying object”)
- αντικειμενοστρεφής (antikeimenostrefís, “object-oriented”)
See also
- υποκείμενο n (ypokeímeno, “subject of sentence”)