Definify.com
Definition 2024
αντικειμενικός
αντικειμενικός
Greek
Adjective
αντικειμενικός • (antikeimenikós) m (feminine αντικειμενική, neuter αντικειμενικό)
Declension
positive forms of αντικειμενικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντικειμενικός | αντικειμενική | αντικειμενικό | αντικειμενικοί | αντικειμενικές | αντικειμενικά |
genitive | αντικειμενικού | αντικειμενικής | αντικειμενικού | αντικειμενικών | αντικειμενικών | αντικειμενικών |
accusative | αντικειμενικό | αντικειμενική | αντικειμενικό | αντικειμενικούς | αντικειμενικές | αντικειμενικά |
vocative | αντικειμενικέ | αντικειμενική | αντικειμενικό | αντικειμενικοί | αντικειμενικές | αντικειμενικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντικειμενικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντικειμενικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντικειμενικότερος | αντικειμενικότερη | αντικειμενικότερο | αντικειμενικότεροι | αντικειμενικότερες | αντικειμενικότερα |
genitive | αντικειμενικότερου | αντικειμενικότερης | αντικειμενικότερου | αντικειμενικότερων | αντικειμενικότερων | αντικειμενικότερων |
accusative | αντικειμενικότερο | αντικειμενικότερη | αντικειμενικότερο | αντικειμενικότερους | αντικειμενικότερες | αντικειμενικότερα |
vocative | αντικειμενικότερε | αντικειμενικότερη | αντικειμενικότερο | αντικειμενικότεροι | αντικειμενικότερες | αντικειμενικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αντικειμενικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντικειμενικότατος | αντικειμενικότατη | αντικειμενικότατο | αντικειμενικότατοι | αντικειμενικότατες | αντικειμενικότατα |
genitive | αντικειμενικότατου | αντικειμενικότατης | αντικειμενικότατου | αντικειμενικότατων | αντικειμενικότατων | αντικειμενικότατων |
accusative | αντικειμενικότατο | αντικειμενικότατη | αντικειμενικότατο | αντικειμενικότατους | αντικειμενικότατες | αντικειμενικότατα |
vocative | αντικειμενικότατε | αντικειμενικότατη | αντικειμενικότατο | αντικειμενικότατοι | αντικειμενικότατες | αντικειμενικότατα |
Synonyms
- (abbreviation) αντικ. (antik.)
- (objective): αμερόληπτος (ameróliptos, “unbiased”)
Related terms
- αντικείμενο n (antikeímeno, “object”)
Antonyms
- υποκειμενικός (ypokeimenikós, “subjective”)