Definify.com

Definition 2024


αντικειμενικός

αντικειμενικός

Greek

Adjective

αντικειμενικός (antikeimenikós) m (feminine αντικειμενική, neuter αντικειμενικό)

  1. objective
  2. (grammar) relating to the object of a sentence

Declension

Synonyms

Related terms

Antonyms

  • υποκειμενικός (ypokeimenikós, subjective)